Τα τελευταία χρόνια γνωστοποιούνται όλο και περισσότερα περιστατικά έμφυλης βίας, με τις γυναικοκτονίες να πληθαίνουν, αλλά παράλληλα με την κοινωνία να αγκαλιάζει περισσότερο αυτά τα ζητήματα και τον κόσμο να αντιλαμβάνεται πιο εύκολα την ανάγκη πάλης ενάντια στην πατριαρχία και ό,τι απορρέει από αυτή.Μία κουβέντα για το σεξισμό, την πατριαρχία και τα κατάλοιπα που έχουν αφήσει δεν μπορεί παρά να εκκινεί από το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο τρέφονται και αναπαράγονται. Τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, η οικονομική – πολιτική κρίση σε συνδυασμό με την πρόσφατη υγειονομική, έχουν ως αποτέλεσμα την στροφή προς τον συντηρητισμό και σε μια πρωτοφανή κανονικοποίηση του αυταρχισμού και της καταπίεσης σε πολλά κοινωνικά πεδία. Αυτή η στροφή αποτυπώνεται τόσο σε νομικό και πολιτικό επίπεδο με την ψήφιση νόμων όπως αυτού της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας με κυρίαρχη ευθύνη της ΝΔ, όσο και με την άνοδο της ακροδεξιάς και μιας συντηρητικοποίησης του δημόσιου λόγου ευρύτερα (π.χ. αμβλώσεις,). Τη βλέπουμε όμως και σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας, πόσο μάλλον οι γυναίκες που βιώνουμε εκτός των άλλων την καταπίεση που πηγάζει από την πατριαρχία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η τραγική γυναικοκτονία της 28χρονης Κυριακής έξω από το Α.Τ. των Αγίων Αναργύρων την προηγούμενη βδομάδα, που δολοφονήθηκε στεγνά από τον πρώην σύντροφό της, με τον ρόλο της αστυνομίας να είναι ξεκάθαρος ενάντια στα θύματα της έμφυλης βίας και όχι για την προστασία αυτών όπως προσπαθούν να μας πείσουν. Αντίστοιχα περιστατικά είδαμε και στην πόλη μας, όπου γυναίκα πήδηξε από το μπαλκόνι για να ξεφύγει από τον κακοποιητή πρώην σύντροφό της.
Όλα αυτά όμως δεν είναι τυχαία περιστατικά, προσωπικές διαμάχες ή ζήλεια ή ‘θόλωσε από τον θυμό του’, είναι τα επικίνδυνα αποτελέσματα του σεξισμού, των καταλοίπων της πατριαρχίας και του συστήματος που τα θρέφει. Από ένα υποτιμητικό σχόλιο που μπορεί να δεχτούμε στο μετρό, μέχρι μία παραβιαστική συμπεριφορά στη σχολή μας, στη δουλειά μας, στο σπίτι μας, σε χώρους που είναι φαινομενικά ασφαλείς, φαίνεται πόσο βαθιά ριζωμένες είναι οι όψεις της πατριαρχίας στις ζωές μας, τα σεξιστικά - συμπεριφορικά κατάλοιπά της και οι νόρμες που μας επιβάλλονται διαρκώς. Η γυναικοκτονία αποτελεί την αποτύπωση της πιο ακραίας μορφής έμφυλης βίας, καθώς συνιστά προέκταση αυτής και κορύφωσή της. Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο άσκησης εξουσίας με μία και μόνο ρίζα, την αντίληψη της "συμμόρφωσης" σε μία ‘καθώς πρέπει’ φυσιογνωμία αυτοθυσίας, πιστής συζύγου και μητέρας, ευχάριστης και θελκτικής παρουσίας,ακριβώς πάνω στα κυρίαρχα έμφυλα πρότυπα.
Επακόλουθο είναι ότι αυτές οι παραβιαστικές, παρενοχλητικές, κακοποιητικές πράξεις, μέχρι και οι γυναικοκτονίες στα μάτια των θυτών έρχονται δίκαια, έρχονται ως εκδίκηση απέναντι στις γυναίκες που ξέφυγαν από αυτό το πολύ στενό πλαίσιο υποτέλειας και νόρμας που επιβάλλει η κοινωνία. Η νομική αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία» είναι προϋπόθεση για την απόδοση δικαιοσύνης στις επιζώσες, στα θύματα και στις οικογένειες τους, και οφείλει το φεμινιστικό κίνημα να το προτάσσει με το δικό του πρόσημο, μην αφήνοντας χώρο σε μια προσπάθεια ενσωμάτωσης του από αστικές δυνάμεις στα πλαίσια μιας ευρύτερης αυταρχικής σκλήρυνσης. Μέσω αυτής αναγνωρίζεται το γεγονός πως υπάρχει έμφυλη βία, το αποκορύφωμα της οποίας οδηγεί στην δολοφονία γυναικών και κατ’ επέκταση πως η βία αυτή κατά των γυναικών συνδέεται άμεσα με την άνιση κατανομή εξουσίας και τις ασύμμετρες σχέσεις μεταξύ γυναικών και ανδρών. Συνεπώς, με την νομική κατοχύρωση δε θα αποκρύπτονται τα συστημικά, πολιτικά και κοινωνικά αίτια του φαινομένου, θα εκτίθεται το κίνητρο της δολοφονίας και άρα ο πραγματικός λόγος που ο γυναικοκτόνος την διέπραξε και τέλος θα είναι εμφανής η ανάγκη καταγραφής, βαθύτερης ανάλυσηςκαι αντιμετώπισης των γυναικοκτονίων.Παράλληλα, είναι απαραίτητη η δημιουργία πλέγματος προστασίας για τα θύματα και η ενίσχυση κρατικών δομών για αυτές και για τις οικογένειές τους. Χώρους ασφαλείς που δεν θα λειτουργούν περιθωριοποιώντας τα θύματα αλλά στηρίζοντας τα. Το σημαντικότερο όμως από όλα είναι να στεκόμαστε αλληλέγγυοι/ες την κάθε στιγμή και να ορθώνουμε το ανάστημά μας με κάθε ευκαιρία ενάντια στις σεξιστικές προκαταλήψεις, παρενοχλήσεις και στην έμφυλη βία.
Ωστόσο, το φεμινιστικό κίνημα έχει παλέψει και συνεχίζει να παλεύει για ορατότητα, και παρόλες τις επιθέσεις που δέχεται τα τελευταία χρόνια, έχει μετρήσει βήματα. Με το #metoo, γυναίκες πήραν την κατάσταση στα χέρια τους και βγήκαν ανοιχτά να μιλήσουν για τα βιώματά τους, προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη και να αλλάξει επιτέλους ο φόβος στρατόπεδο. Η έμφυλη βία και καταπίεση υπάρχει και ενισχύεται από το σύστημα στο οποίο ζούμε και εμείς οφείλουμε να την μαχόμαστε καθημερινά: στο δρόμο, στη σχολή, στο σπίτι, στη δουλειά. Στους φοιτητικούς συλλόγους και στα σωματεια μάλιστα παρατηρούμε βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, με την ενεργή παρέμβαση και παρουσία των σχημάτων μας, σχήματα με φεμινιστικό λόγο και πρακτική.
Σε αυτά τα πλαίσια, όπου γυναίκες και έμφυλα καταπιεζόμενα άτομα τα τελευταία χρόνια μπορούν και ανοίγουν τα βιώματά τους με τους ίδιους τους συλλόγους να λειτουργούν ως ασπίδες προστασίας, συντρόφισσά μας φέτος ανέφερε στη Γενική Συνέλευση του Συλλόγου της παραβιαστικές συμπεριφορές που δέχθηκε από άτομα του τμήματος στο οποίο φοιτά και συνδικαλίζεται. Αυτές περιλάμβαναν σεξιστικά σχόλια, χυδαία και φασιστική φρασεολογία, παραβίαση του προσωπικού της χώρου και δολοφονικές απειλές. Αν και είχε τη στήριξη από την πλειονότητα του φοιτητικού συλλόγου, δυστυχώς βρέθηκε αντιμέτωπη με πηγαδάκια που χλεύαζαν τα περιστατικά αυτά, αλλά και την καθεστωτική δύναμη, παράταξη της Νέας Δημοκρατίας, ΔΑΠ-ΝΔΦΚ. Εκπρόσωποί της, και τις δύο φορές που μοιράστηκε τα βιώματά της στην γενική συνέλευση του φοιτητικού της συλλόγου, άρχιζαν τις φωνές, την διέκοπταν, διέδιδαν πώς το θύμα έλεγε ψέματα και χρησιμοποιούσαν έντονη υβρεολογία απέναντί της. Η στάση της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ είναι το λιγότερο χυδαία, την καταδικάζουμε και δεν θα σταματήσουμε να την πολεμάμε καθημερινά, ο σεξισμός δεν έχει καμία θέση στους φοιτητικούς μας συλλόγους. Δεν θα αφήσουμε την ΝΔ και τους εκφραστές της μέσα στις σχολές να βρωντοφωνάζουν στα θύματα να “σπάσουν τη σιωπή τους”, όταν είναι οι ίδιοι που συγκαλύπτουν τους θύτες και κάθε έμφυλο περιστατικό.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η κυρίαρχη ιδεολογία συνεχίζει να αναπαράγει την αμφισβήτηση. Να καλλιεργεί ως πρώτο αντανακλαστικό τη δυσπιστία προς το θύμα. «Είναι σίγουρα αλήθεια?», «Μήπως υπερβάλλεις?», «Ναι αλλά τι φορούσες?», «Πόσο είχες πιει?», «Γιατί δεν έκανες εξ αρχής καταγγελία?», είναι μερικά από τα κλασικά ερωτήματα που ακούμε όταν μια γυναίκα βγαίνει ανοιχτά και μιλά για παραβιαστικές, παρενοχλητικές, κακοποιητικές κοκ συμπεριφορές που έχει δεχθεί. Τα σεξιστικά κατάλοιπα όμως, δυστυχώς δεν διαπερνούν μόνο τις καθεστωτικές και δεξιές παρατάξεις. Βλέπουμε ότι ακόμα και στους συλλόγους μας άτομα και δυνάμεις που υποτίθεται ότι προασπίζονται τα θύματα, αναπαράγουν ακριβώς τα ίδια αφηγήματα και σε ακραίες περιπτώσεις και πρακτικές. Σε πρόσφατη πολιτική διαδικασία μάλιστα, άνθρωποι οργανωμένοι στην αριστερά αναπαρήγαγαν ακριβώς κάποια από αυτά τα ερωτήματα, φωνάζοντας και δείχνοντας την πλήρη δυσπιστία απέναντι στη συντρόφισσά μας και όσα βίωσε, πιέζοντάς την παράλληλα να πει περισσότερες λεπτομέρειες (σαν να αποτελούσαν οι λεπτομέρειες κάποια απόδειξη του βιώματος) ενώ είχε εκφράσει ότι δεν ένιωθε άνετα, με αποτέλεσμα να έρθει σε συναισθηματική φόρτιση αναβιώνοντάς αυτά τα περιστατικά.
Αυτές οι συμπεριφορές δεν χωράνε στους φοιτητικούς συλλόγους, τα σχήματα κοινωνικού χώρου και την Αριστερά. Τα σεξιστικά κατάλοιπα είναι διάχυτα σε όλους και είναι χρέος πρώτα από όλα των αριστερών ανθρώπων να τα καταπολεμούν. Τα σχήματα πρέπει να παλέψουν για την εξάλειψη αυτών των συμπεριφορών, για αγωνιστικούς, ασφαλείς συλλόγους και τη δημιουργία ασφαλών, συμπεριληπτικών σχολών. Ο λόγος μας πρέπει να συμπεριλαμβάνει και το έμφυλο ζήτημα πρώτα και κύρια για εμάς τους ίδιους, αλλά και για να έχουμε τα κατάλληλα αντανακλαστικά όταν χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε συμπεριφορές σεξιστικής φύσεως. Σε κάθε περίπτωση που κάποια αντλεί το θάρρος να μοιραστεί περιστατικό έμφυλης βίας ή καταπίεσης, οφείλουμε να την ακούμε και να τασσόμαστε στο πλευρό της. Εξ αρχής και χωρίς να ζητάμε αποδείξεις πιστεύουμε το θύμα! Εμείς θέλουμε φοιτητικούς συλλόγους, σωματεία και σχήματα όπου κάθε μέρα θα αναμετρούμαστε με τα κατάλοιπα της πατριαρχίας, θα τα αμφισβητούμε και θα προσπαθούμε να τα αποβάλλουμε. Που δε θα μένει στα λόγια και την τοποθέτηση, αλλά θα χαρακτηρίζεται διαρκώς από φεμινιστική και αντισεξιστική φυσιογνωμία και κουλτούρα. Θέλουμε χώρους ασφαλείς και συμπεριληπτικούς και δεσμευόμαστε να τους δημιουργήσουμε. Θα προάγουμε την αλληλεγγύη και την συντροφικότητα μέχρι να μην νιώθει κανένα μόνο, μέχρι να μην μετρήσουμε καμία λιγότερη.