α) Εισαγωγή: Το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και η είσοδός της στην Ελλάδα
Η παγκόσμια κρίση του 2008 ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι από την προηγούμενη οικονομική κρίση του 1973 και μετά δεν ήταν δυνατό να υπάρξει επιστροφή στα προηγούμενα επίπεδα κερδοφορίας, παρά τις πολλές διαφορετικές μεθόδους που δοκιμάστηκαν (μείωση των μισθών, υιοθέτηση νέων κανόνων στις εργασιακές σχέσεις, αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, χρηματιστικοποίηση των οικονομιών). Η δε φούσκα που δημιουργήθηκε από τη χρηματιστικοποίηση είχε πολύ σοβαρές συνέπειες, οι οποίες ξεκίνησαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά γρήγορα εξαπλώθηκαν στην ΕΕ και στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση, επιβάλλοντας καταπιεστικούς περιορισμούς στη λειτουργία της ευρωπαϊκής οικονομίας και ασκώντας ακόμη μεγαλύτερη πίεση στις λιγότερο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπως η Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό η ελληνική κρίση είναι αποτέλεσμα της συνάρθρωσης δύο παραγόντων. Αφενός, το μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης που είχε εφαρμοστεί μέχρι τότε (σχετικά χαμηλοί μισθοί, ισχυρό ναυτιλιακό κεφάλαιο, ανεπτυγμένος τραπεζικός τομέας, τουρισμός, ευρωπαϊκές επιδοτήσεις) είχε φτάσει στα όριά του. Ο λόγος για αυτό ήταν ότι οι διαφορές παραγωγικότητας σε σχέση με τον σκληρό πυρήνα των χωρών της ΕΕ, λόγω της απουσίας παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, είχαν γίνει πολύ πιο έντονες μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση και τη συνακόλουθη απώλεια της δυνατότητας προσφυγής στη νομισματική υποτίμηση. Από την άλλη πλευρά, η παγκόσμια κρίση έπληξε τη χώρα με ιδιαίτερη σφοδρότητα, με αποτέλεσμα η αποδυναμωμένη ελληνική οικονομία να μην είναι σε θέση να αντέξει τις κερδοσκοπικές επιθέσεις εναντίον της. Ταυτόχρονα τα υψηλά δημόσια ελλείμματα προέκυψαν αφενός, λόγω της πτώσης του ΑΕΠ και αφετέρου, επειδή η ύφεση της οικονομίας ώθησε τις κυβερνήσεις να μειώσουν τους φόρους στα πιο εύπορα κοινωνικά στρώματα. Μέσα σε αυτή την κατάσταση η κυβέρνηση Παπανδρέου προσέφυγε στο ΔΝΤ και άρχισαν να υιοθετούνται τα αλλεπάλληλα μέτρα λιτότητας τα οποία προκάλεσαν την ανάπτυξη πρωτοφανών κοινωνικών αντιδράσεων. Η θέση που υποστηρίζουμε είναι πως η όξυνση της ταξικής πάλης στην πενταετία 2010-2015 άνοιξε «ένα παράθυρο ευκαιρίας» για να πάρουν τα πράγματα διαφορετική κατεύθυνση σε όφελος των υποτελών τάξεων και όχι υπέρ των πιο δυναμικών μερίδων του ελληνικού και του ξένου κεφαλαίου. Το ότι δεν έγινε αυτό κατορθωτό οι ευθύνες βαραίνουν τη σύνολη αριστερά, ως γνωστόν ποτέ δε φταίει ο αντίπαλος, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Διαφορετικά ειπωμένο η λογική του παρόντος κειμένου δεν είναι να «αποκαλυφθεί» πως ο Σύριζα ήταν η πιο δεξιά εκδοχή της ελληνικής αριστεράς, αυτό ήταν γνωστό από τότε, αλλά το πως, όντας η πιο δεξιά εκδοχή, συνέβαλε στο να οδηγηθούν τα πράγματα στην ήττα του 2015. Ωστόσο η πορεία αυτή του Σύριζα δεν απαλλάσσει ούτε το ΚΚΕ ούτε την εκτός Σύριζα εξωκοινοβουλευτική αριστερά για τις αδυναμίες που επέδειξαν ώστε να είχε αποτραπεί αυτή η εξέλιξη ή, έστω, να είχαν μετριαστεί οι συνέπειές της.
β) Οι πολιτικές εξελίξεις στο διάστημα 2010-2015 και η στάση του Σύριζα.
Αναφερόμενοι σε έναν απολογισμό για την περίοδο 2010-2015 είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί πως για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η ελληνική αριστερά, σε όλες τις εκδοχές, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί το βάθος και τη διάρκεια της κρίσης που είχε ήδη ξεκινήσει από τον Οκτώβριο του 2008 και είχε γίνει αισθητή σε ολόκληρο τον κόσμο. Ουσιαστικά, όσο κι αν δεν μας αρέσει να το παραδεχόμαστε, η ελληνική αριστερά ήταν ηγεμονευόμενη από την αντίληψη της τότε κυβέρνησης Καραμανλή πως «η κρίση θα περάσει δίπλα από την Ελλάδα και δε θα την αγγίξει»1. Θα χρειαστεί να μεσολαβήσει μεγάλο διάστημα, να απευθυνθεί ο Γ. Παπανδρέου στο ΔΝΤ για να μπορέσει να γίνει αντιληπτό πως τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Αλλά και αυτό έμεινε, πάλι από το σύνολο της Αριστεράς, στο επίπεδο των διαπιστώσεων. Δεν υπήρξε ένας, αντίστοιχης σοβαρότητας, προβληματισμός για το πως θα πρέπει να κινηθεί από εδώ και πέρα μια Αριστερά η οποία θα αγωνιζόταν για την ανατροπή του δυστοπικού μέλλοντος που διαμορφωνόταν. Διαφορετικά ειπωμένο η ελληνική αριστερά, επαναλαμβάνουμε σε όλες τις εκδοχές, δεν μπορούσε να απεμπλακεί από τη λογική του «business as usual» εγκλωβισμένη, και αυτή, στο κυρίαρχο αφήγημα της «απρόσκοπτης ανάπτυξης» του ελληνικού καπιταλισμού.
Οι εξελίξεις από εκεί και πάρα είναι γνωστές. Θα ψηφιστεί το πρώτο μνημόνιο κάτω από τις αποδοκιμασίες των εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις της 5ηςΜαίου, το ΠΑΣΟΚ θα κερδίσει της αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010 σημειώνοντας όμως πολύ μεγάλη μείωση της επιρροής του. Τα αδιέξοδα της οικονομίας που θα ανοίξουν τη συζήτηση για το Μεσοπρόθεσμό πρόγραμμα θα οδηγήσουν στο κίνημα των πλατειών, η εφαρμογή του προγράμματος, λίγο αργότερα, στις καταλήψεις των υπουργείων και στις πρωτοφανείς αντιδράσεις στις παρελάσεις του Οκτωβρίου του 2011. Θα ακολουθήσει η κρίση της κυβέρνησης Παπανδρέου και ο σχηματισμός της κυβέρνησης Παπαδήμου. Σε όλο αυτό στο πυκνό σε εξελίξεις διάστημα η αριστερά, σε όλες τις πάλι τις εκδοχές, μοιάζει να ακολουθεί τα -αυθόρμητα- γεγονότα, να έχει συνειδητοποιήσει μεν το μέγεθος της κρίσης αλλά όχι το μέγεθος των δυνατοτήτων αλλά και των δικών της ευθυνών. Θα ακολουθήσει η κρίση της κυβέρνησης Παπαδήμου, κάτω από την πίεση των εντυπωσιακών διαδηλώσεων της 12ηςΦεβρουαρίου και των αποσκιρτήσεων δεκάδων κυβερνητικών βουλευτών, και η προκήρυξη εκλογών. Στο σημείο αυτό είναι φανερό πως οι κυρίαρχοι δεν μπορούσαν να κυριαρχούν όπως παλιά και ούτε οι κυριαρχούμενοι δέχονταν πια αυτή τους τη θέση. Σε αυτό το πλαίσιο ο Σύριζα θα προβάλει το αίτημα για κυβέρνηση της αριστεράς που θα καταργούσε τα μνημόνια. Το ΚΚΕ και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά θα σταθούν με αμηχανία απέναντι σε αυτή την πολιτική (το ΚΚΕ εντείνοντας τα χαρακτηριστικά εσωστρέφειας η δε εξωκοινοβουλευτική αριστερά περιορίζοντας την οπτική της στην ανάγκη ανάπτυξης περαιτέρω κοινωνικών αγώνων). Δε γινόταν με αυτό τον τρόπο κατανοητό πως αφενός υπήρχε μεγάλος όγκος κοινωνικής δυσαρέσκειας ο οποίος όμως θα κατευθυνόταν προς εκείνον που θα πρότεινε ένα διαφορετικό δρόμο από αυτό των μνημονίων. Ήταν σαφές γι΄αυτό τον κόσμο πως το εύρος και ένταση της επίθεσης δεν μπορούσε να αποκρουστεί μόνο από την ανάπτυξη των κοινωνικών αντιστάσεων, χρειαζόταν κάτι ανώτερο και η πρόταση για κυβέρνηση της αριστεράς ηχούσε πειστική. Ωστόσο ούτε αυτή η απάντηση ήταν επαρκής κι αυτό θα φανεί σύντομα.
Συγκεκριμένα η εκλογική εκτόξευση του Σύριζα και η ανάδυσή του στη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης θα οδηγήσει όχι σε μία ανάδειξη των -όποιων- ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών που είχε μέχρι την άνοιξη του 2012 αλλά σε μια σταθερή προσπάθεια «πολιτικής ωρίμανσης», δηλαδή μεταστροφής προς μία αποδεκτή μορφή από το αστικό σύστημα. Σε αυτό το πλαίσιο το προεκλογικό πρόγραμμα του Ιουνίου θα είναι σαφώς μετατοπισμένο σε πιο συντηρητικές κατευθύνσεις σε σχέση με αυτό του Μαΐου. Πέραν από τη σταθερή άρνηση να θέσει θέμα ΕΕ και ΟΝΕ, κεντρικό ζήτημα στο οποίο θα επανέλθουμε, δεν έβαλε καν το ζήτημα τα διαγραφής του χρέους επιμένοντας στην κατεύθυνση της επαναδιαπραγμάτευσης2ενώ υπήρχε και σαφής αμφιταλάντευση γύρω από το περιεχόμενο των μέτρων ανακούφισης που θα λαμβάνονταν από την κυβέρνησή του. Επίσης απουσίαζε ένα ευρύ πρόγραμμα εθνικοποιήσεων για τους κρίσιμους τομείς της οικονομίας.
Ωστόσο οι παραπάνω μετατοπίσεις δε λειτούργησαν καθησυχαστικά την ελληνική άρχουσα τάξη και τις ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι αυτό γιατί η εκλογική διαδικασία του Ιουνίου του 2012 γινόταν μέσα στο πλαίσιο ενός παρατεταμένου λαϊκού πολέμου, σύμφωνα με την εύστοχη έκφραση του Σ. Κουβελάκη, είχαν προηγηθεί οι ογκώδεις κινητοποιήσεις στις οποίες αναφερθήκαμε και η «επιβολή» πρόωρων εκλογών, αφού ήταν εμφανές πως η κυβέρνηση Παπαδήμου δε διέθετε ούτε τη στοιχειώδη νομιμοποίηση, ο εκλογικός σεισμός του Μαΐου του 2012 όπου για πρώτη φορά το εκλογικό σώμα ψήφισε όχι για να βγάλει κυβέρνηση αλλά για να τιμωρήσει τα δύο κόμματα που του διέλυαν τη ζωή. Άρα το ζήτημα για την εγχώρια και ξένη ολιγαρχία δεν ήταν τόσο το περιεχόμενο του προγράμματος του Σύριζα αλλά το να μην φανεί πως τις εκλογές τις κέρδισε ένα ενεργό παλλαϊκό κοινωνικό κίνημα που φαινόταν να έχει μια ανεξέλεγκτη δυναμική. Δεν πρόκειται απλώς για συμβολισμό αλλά για το φόβο της επιβολής ριζοσπαστικών αλλαγών που θα επιβάλλονταν από αυτή τη δυναμική.
Τελικά, αφενός ο Σύριζα δε θα κερδίσει τις εκλογές και, αφετέρου, θα συνεχιστεί η συντηρητική μετατόπισή του. Αυτό θα πάρει πολλές μορφές: θα περιοριστούν οι συλλογικές διαδικασίες στο εσωτερικό του και ο ηγετικός του μηχανισμός θα μεταβληθεί σε μία σκιώδη κυβέρνηση η οποία θα προσανατολίζεται να αποτελέσει τη διάδοχη κατάσταση διαχείρισης του καπιταλιστικού κράτους. Ουσιαστικά με αυτό τον τρόπο εμπεδώνεται μια αντίληψη «σαπίσματος» της κυβέρνησης Σαμαρά και ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας από το Σύριζα, μιας διακυβέρνησης που θα έχει «λελογισμένο» φιλολαϊκό περιεχόμενο. Με αυτό τον τρόπο αποδυναμώνεται μια κατεύθυνση που θα έδινε βάρος στην ανάπτυξη σταθερών οργανωτικών δεσμών με τα λαϊκά στρώματα κι όλα μετατίθενται στην προοπτική της κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο τα δύο πιο σημαντικά κινήματα της περιόδου 2013-2014 (της ΕΡΤ και των καθαριστριών) προκύπτουν αυθόρμητα και όχι ως αποτέλεσμα ενός συνειδητού σχεδιασμού του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ούτε βεβαίως και κάποιας άλλης δύναμης της Αριστερά). Από αυτή την άποψη δεν είναι τυχαίο πως η δράση του «κοινωνικού» Σύριζα εκείνο το διάστημα μετατοπίζεται κυρίως στην υποστήριξη των κινημάτων κοινωνικής αλληλεγγύης. Έτσι όμως εμφανίζεται μια πολιτική δύναμη απλά ως φορέας εκλογικής εναλλαγής, γεγονός που παρουσιάζει αναντιστοιχία με το κοινωνικό επίπεδο. Διαφορετικά ειπωμένο ένα κόμμα με μεγάλο εκλογικό ακροατήριο αλλά με μικρή οργανωτική γείωση με την κοινωνία, και ιδιαίτερα στους χώρους του συνδικαλισμού και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (πράγμα που θα εξηγήσει τη γοργή κατάρρευση του Σύριζα μετά το 2019). Χαρακτηριστικό δε αυτής της στρατηγικής μετριοπαθούς ενσωμάτωσης σε λογικές διαχείρισης του καπιταλιστικού κράτους, είναι η παραγνώριση της σημασίας που έχει ο αγώνας των Κυπρίων το 2013 για αποφυγή επιβολής μνημονίου, παρότι θα περίμενε κανείς μια διαφορετική στάση από μία «αντιμνημονιακή» ελληνική αριστερά. Φυσικά αυτή η μετατόπιση του Σύριζα δεν αποτελούσε κεραυνό εν αιθρία. Σε κάθε περίπτωση η όλη του δράση επικαθοριζόταν από τις ορίζουσες του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος: φιλοευρωπαισμός, άρνηση του ενδεχομένου μίας δυαδικής εξουσίας, πόσο μάλλον μίας βίαιης επαναστατικής διαδικασίας, προσήλωση στους θεσμούς πολιτικής αντιπροσώπευσης της αστικής δημοκρατίας, άρνηση κατανόησης του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα των πολιτικών των κυρίαρχων κρατών, αταξικός κοσμοπολιτισμός3 και υποβάθμιση της σημασίας της πραγματοποίησης επαναστατικής διαδικασίας ενός εντός «αδύναμου κρίκου». Ακολούθησε η σταδιακή ενσωμάτωση ενός πολύ μεγάλου αριθμού ηγετικών στελεχών και βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι ωθούσαν σε ακόμα πιο μετριοπαθείς θέσεις το Σύριζα, η ταυτόχρονη ενίσχυση του αρχηγικού προφίλ του κόμματος, ενώ αυτό που πλήρως απουσίαζε ήταν η επεξεργασία ενός εναλλακτικού προγράμματος ανατροπής των μνημονιακών δεσμεύσεων. Φυσικά δεν πρόκειτο για «αμέλεια» αλλά για συνειδητή πολιτική στρατηγική αποφυγής οποιασδήποτε επιλογής που θα απαιτούσε συγκρούσεις με αντιμπεριαλιστικό περιεχόμενο.
Η νίκη του Σύριζα στις εκλογές του Ιανουαρίου του ’15 θα οδηγήσει, όχι αντικειμενικά, στη συγκρότηση της κυβέρνησης Σύριζα- ΑΝΕΛ, δηλαδή στη συμμαχία με ένα συντηρητικό δημαγωγικό κόμμα ενώ αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης από το ΚΚΕ και σε περίπτωση άρνησης, που ήταν και το πιο πιθανό ενδεχόμενο, πραγματοποίηση νέων εκλογών. Όχι μόνο δεν έγινε κάτι έτι άλλα επιλέχθηκε και ο Π. Παυλόπουλος για Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως κλάδος ελαίας απέναντι στις κυρίαρχες δυνάμεις. Σε αυτό το πλαίσιο, πολύ σύντομα, σε μερικούς μόνο μήνες, η μεγάλη πλειοψηφία των, έτσι κι αλλιώς πιο μετριοπαθών, θέσεων θα εγκαταλειφθούν, ξεπερνώντας σε βαθμό ενσωμάτωσης το ΠΑΣΟΚ του ’80 το οποίο που χρειάστηκε μία τετραετία για να ξεκινήσει η διαδικασία μετάλλαξής του. Η εξέλιξη αυτή δε θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση αν αναλογιστεί κανείς τα ακόλουθα: την αντίληψη του αριστερού κυβερνητισμού, που χαρακτηριζόταν από την άρνηση πραγματοποίησης ρήξεων, την ευρωκομμουνιστική πεποίθηση πως η Ε.Ε μπορούσε να μεταβληθεί στην Ευρώπη των εργαζομένων, την υποβάθμιση της εσωτερικής λειτουργίας ενός έτσι κι αλλιώς μη λαϊκού, στη σύνθεσή του, κόμματος, τη μικροαστική ηγεμονία που κυριαρχούσε όχι μόνο στην ηγεσία του αλλά και στις πολιτικές του κατευθύνσεις, τις τεράστιες πιέσεις που δεχόταν από τα εγχώρια και διεθνή κέντρα εξουσίας ώστε να λειάνει ακόμα περισσότερο το πολιτικό του πρόγραμμα. Αυτό που έγινε εμφανές πολύ γρήγορα, πράγμα που αποτελεί και αντικειμενική κατάληξη των όσων προαναφέρθηκαν, ήταν πως η ηγετική ομάδα του Σύριζα, παρά τις προεκλογικές κορώνες, αυτό που επιδίωκε ήταν ένα πιο «ελαφρύ» μνημόνιο. Να φανεί δηλαδή στην κοινή γνώμη μία «βελτίωση» σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση και μέχρι εκεί. Ωστόσο η ελληνική άρχουσα τάξη δεν ήταν διατεθειμένη να δεχτεί οποιαδήποτε απώλεια των μέχρι τότε κεκτημένων ενώ οι ευρωπαϊκές ελίτ επιδίωκαν μια συμβολικού χαρακτήρα συντριπτική νίκη απέναντι σε οποιονδήποτε, στηριζόμενος στη δύναμη του λαϊκού κινήματος, αμφισβητούσε, έστω και φραστικά, τις δικές τους ιεραρχήσεις.
Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος το καλοκαίρι του 2015 αποτέλεσε μία προσπάθεια της ηγεσίας Τσίπρα για εργαλειοποίηση του αντιμνημονιακού κινήματος. Έχοντας φτάσει σε αδιέξοδο, αφού οι δανειστές εμφανίζονταν αποφασισμένοι να μη δεχτούν καμία υποχώρηση από τις απαιτήσεις τους ο Τσίπρας, και η στενή ομάδα του, αποφάσισαν να προχωρήσουν στο δημοψήφισμα εκτιμώντας πως είτε θα κέρδιζε το «Ναι», είτε θα υπήρχε μια οριακή νίκη του «όχι» που δε θα μπορούσε να λειτουργήσει νομιμοποιητικά για τη λήψη ριζοσπαστικών αποφάσεων. Ωστόσο τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά. Παρά την πρωτοφανή επίθεση όλων των δυνάμεων του εγχώριου και του διεθνούς κεφαλαίου (αστικά κόμματα, εργοδοτικά συνδικάτα, ΜΜΕ, ευρωπαϊκή ελίτ, πρώην Πρωθυπουργοί, μέχρι και ο έκπτωτος Κωνσταντίνος επιστρατεύτηκε!) τα λαϊκά στρώματα έδειξαν μια απίστευτη αντοχή. Δεν τρομοκρατήθηκαν με τις απειλές για βιβλικές καταστροφές που εκτοξεύονταν, κάθισαν υπομονετικά στις ουρές των ΑΤΜ, δε φοβήθηκαν το δύσκολο δρόμο της ρήξης. Η στιγμή της δημοψηφίσματος συμπύκνωνε ένα υπαρκτό ρεύμα και έδειχνε δυνατότητες αν όχι ανατροπής τουλάχιστον συγκρότησης ενός άλλου αριστερού πόλου που με συνέπεια θα εξέφραζε ένα σημαντικό τμήμα του 62%
Η τελική εξέλιξη θα καθοριστεί όχι μόνο από την υποχωρητικότητα της ηγεσίας του Σύριζα αλλά και από τη συνειδητή επιλογή του να μην εμπλέξει την κοινωνική δυναμική σε όλη τη διαδικασία διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, τόσο πριν όσο και μετά το δημοψήφισμα. Διαφορετικά ειπωμένο ηουσία των γεγονότων του Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 2015 είναι ότι σχεδόν όλο το δράμα παίχτηκε στο θέατρο και στα παρασκήνια της Βουλής.Η εργατική τάξη, ο λαός και το κίνημά τους, ο αναγκαίος πρωταγωνιστής, το περίφημο υποκείμενο της ιστορίας, δεν κλήθηκε να παίξει το ρόλο του με εξαίρεση τη συγκλονιστική συγκέντρωση στο Σύνταγμα στις 3 Ιούλη που έδειξε τις δυνατότητες που υπήρχαν. Καταδικάστηκε αρχικά στο ρόλο του τηλεθεατή και στη συνέχεια σε αυτό του αμήχανου ψηφοφόρου.
Αυτό που πρέπει, τέλος, να σημειωθεί είναι η πως ήττα του Σύριζα, αλλά και συνολικά της ελληνικής αριστεράς, λειτούργησε αποθαρρυντικά απέναντι σε ένα διεθνές ακροατήριο που θεωρούσε πως η ελληνική περίπτωση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράδειγμα και για άλλες χώρες.
γ) Η στάση της Αριστερής πλατφόρμας και μία παρατήρηση για τη ΛΑΕ
Η Αριστερή Πλατφόρμα συγκροτήθηκε στο εσωτερικό του Σύριζα ως μία προσπάθεια αντιπροσώπευσης της αριστερής/ κομμουνιστικογενούς τάσης. Οι αγώνες που έδωσε γίνονταν από τη σκοπιά της μετατόπισης του κόμματος σε πιο ριζοσπαστικές θέσεις. Ωστόσο η πραγματικότητα έδειξε πως αυτό ήταν ατελέσφορο και στην πραγματικότητα παρά τις πολύ ειλικρινείς της προθέσεις βρέθηκε να είναι ηγεμονευόμενη μέσα σε ένα Σύριζα που μετατοπιζόταν όλο και πιο δεξιά. Η κριτική που μπορεί να της ασκηθεί είναι πως σε υπαρκτό βαθμό βρέθηκε να υποτιμά την ανάγκη διαμόρφωσης ενός εναλλακτικού προγράμματος προς όφελος της πολιτικής τακτικής, ενώ ταυτόχρονα υποβάθμισε τη σημασία ανοίγματος των εσωτερικών αντιπαραθέσεων στην κοινωνία, παραγνωρίζοντας πως επρόκειτο για διακυβεύματα αφορούσαν την επιβίωση των λαϊκών τάξεων και όχι πλευρές αντιπαραθέσεων εντός μίας κομματικής δομής. Το τελευταίο κατέστησε πάρα πολύ δύσκολη την ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα (όπως άλλωστε φάνηκε μετά τη συμφωνία για το Γ’ μνημόνιο). Ουσιαστικά η Πλατφόρμα έτεινε προς τη θέση πως η λαϊκή δυναμική σε συνδυασμό με την εκλογική νίκη θα επικαθόριζε τις κινήσεις της ηγετικής ομάδας. Σε αυτό το πλαίσιο περιόρισε για ένα διάστημα την κριτική της στις προαναφερθείσες δεξιές μετατοπίσεις του Σύριζα ενώ ο πολιτικός της λόγος μετατοπίστηκε από το καθοριστικό ζήτημα της σύγκρουσης με το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο σε μια λογική «αντι-λιτότητας» και «αναδιανομής». Βεβαίως από τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου και ύστερα η Πλατφόρμα θα διαφοροποιηθεί και δημόσια χωρίς όμως αυτό να οδηγείται σε κάποιου είδους αντιπαραθετικές πρακτικές. Πράγμα βεβαίως που αντικειμενικά θα ήταν δύσκολο από τη στιγμή της συμμετοχής στελεχών του Αριστερού Ρεύματος στην Κυβέρνηση, μία επιλογή η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αφού αυτή καθ’ εαυτή λειτουργούσε νομιμοποιητικά για τις επιλογές της ηγετικής ομάδας του Σύριζα. Ωστόσο αυτές οι επιλογές δεν ενέπλεξαν ένα ευρύτερο κοινωνικό δυναμικό στα διακυβεύματα της εποχής. Αυτό το αντιφατικό πλαίσιο θα συνεχιστεί και μετά την κωλοτούμπα Τσίπρα όταν και μέχρι σχεδόν τα μέσα Αυγούστου θα επικρατήσει η αντίληψη καταψήφισης των μνημονίων αλλά υποστήριξης της κυβέρνησης. Μια κατεύθυνση που συνέβαλε σημαντικά στη σύγχυση των λαϊκών στρωμάτων, και εξηγεί, ως ένα βαθμό, το μετέπειτα κακό αποτέλεσμα της ΛΑΕ. Δεν έγινε αντιληπτό, ειδικά στην περίοδο του δημοψηφίσματος πως είχε δημιουργηθεί μία κρίσιμη πολιτική μάζα, ένας «λαϊκός στρατός» ο οποίος ήταν αποφασισμένος να συγκρουστεί με την ντόπια και ξένη ολιγαρχία, εξ’ ου και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος κόντρα στις λυσσαλέες επιθέσεις των συστημικών δυνάμεων. Απουσίαζε όμως ο πολιτικός εκείνος φορέας που θα τον καθοδηγούσε σε αυτή τη σύγκρουση.
Ειδικά για τη ΛΑΕ και την εμφάνισή της στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 αυτό που μπορεί να υποστηριχθεί είναι πως ολόγος της παρέμεινε σε σημαντικό βαθμό ένας λόγος «αριστεράς της αντίστασης», χωρίς να πείθει ότι είχε αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση ρήξης σε εκείνη τη συγκυρία και αυτό κόστισε. Αυτό οφείλεται φυσικά και στην απουσία βαθύτερης προγραμματικής προετοιμασίας για αυτό το ενδεχόμενο, αλλά και στην παραδοσιακή συγκρότηση των δυνάμεων του Αριστερού Ρεύματος που ακόμα και εκείνη τη στιγμή θεώρησαν ότι η ανάδειξη ενός αντιΟΝΕ-αντιευρώ λόγου θα είναι περιοριστική. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, δεν δικαίωσε αυτή την εκτίμηση. Αντιθέτως, η εκλογική μείωση και αμηχανία εντάθηκε μάλλον στην τελική ευθεία προ των εκλογών, κάτι που όμως δεν γινόταν επαρκώς αντιληπτό από τις δυνάμεις και κυρίως την ηγεσία της. Ωστόσο αυτό ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο. Χρειαζόταν, και φυσικά αυτό θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει πολύ καιρό πριν τις εκλογές, μια συνεχής και τεκμηριωμένη αποκάλυψη του περιεχομένου και των λειτουργιών της ΕΕ με ταυτόχρονη ανάδειξη των διεξόδων που υπήρχαν. Και γενικότερα, αλλά πολύ περισσότερο στη συγκεκριμένη συγκυρία, η Αριστερά είναι εκείνη που θα πρέπει να παίρνει την πρωτοβουλία για σχεδιασμό τεκμηριωμένων λύσεων πάντα σε ανοικτό διάλογο με τα λαϊκά στρώματα και τα κοινωνικά τους κινήματα. Δεν μπορεί να περιορίζεται στο ρόλο του αριστερού σχολιαστή των εξελίξεων και του μόνιμα διαμαρτυρόμενου.
δ) για τη στάση του ΚΚΕ
Από εκεί και πέρα είναι χρήσιμο να υπάρξει μια κριτική αποτίμηση για τη στάση του ΚΚΕ στην περίοδο 2010-2015. Καταρχάς όταν ξεκίνησε η κρίση αποτελούσε τη μεγαλύτερη, με διαφορά, πολιτική δύναμη της ελληνικής Αριστεράς. Ωστόσο αντί να αναλάβει τις ευθύνες που του αντιστοιχούσαν συγκροτώντας ένα αριστερό μέτωπο πάλης στο οποίο εκείνο ηγεμόνευε αλλά θα συμμετείχαν όσες δυνάμεις συμφωνούσαν στην πάλη ενάντια στις μνημονιακές πολιτικές, κάτι αντίστοιχο με ένα νέο ΕΑΜ-τηρούμενων των ιστορικών αναλογιών, επέλεξε μια εντελώς διαφορετική πορεία. Σε όλη την περίοδο της κρίσης έδειχνε να προεξοφλεί τις ήττες των κινημάτων και να επενδύει πολιτικά σε αυτές με όρους «εξαγωγής συμπερασμάτων» και «κομματικής οικοδόμησης», μετακυλίοντας διαρκώς προς το μέλλον, όταν ένας ευνοϊκότερος κοινωνικός συσχετισμός (εσωτερικά και εξωτερικά) θα έχει επικρατήσει, την προοπτική κλιμάκωσης, πόσο μάλλον μία πολιτική σύγκρουσης και ρήξης. Έτσι, όμως, αντικειμενικά ήταν παράγοντας σταθεροποίησης και όχι όξυνσης της κρίσης του κράτους και της αστικής στρατηγικής και λειτούργησε ως φορέας απλής διαμαρτυρίας και όχι ως μοχλός αλλαγής του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης. Υιοθέτησε έτσι μία πιο σκληρή στρατηγική που πρακτικά απέκλειε κάθε άμεση τακτική πέραν της γενικής προπαγάνδισης για τη λαϊκή εξουσία και το σοσιαλισμό και της στενά συνδικαλιστικής δουλειάς για συγκέντρωση δυνάμεων. Στο πλαίσιο αυτό έγινε σύγχυση των άμεσα τακτικών με τα στρατηγικά καθήκοντα, αφού, αφενός, υπήρξε υποτίμηση της ανάγκης για μία κρουστική και αποτελεσματική άμεση τακτική, ενώ αφετέρου, αιτήματα ζύμωσης και στρατηγικές διακηρύξεις θεωρούνται προαπαιτούμενα, χωρίς την υλοποίηση των οποίων καμία επίτευξη τακτικών στόχων δεν ήταν εφικτή. Αυτή η ηττοπαθής τακτική οδήγησε στην κομματική περιχαράκωση και την επένδυση στην «ιδεολογική – στρατηγική διαπαιδαγώγηση» για «να πειστούν οι μάζες» και όχι στην παρέμβαση για αλλαγή συνειδήσεων μαζικά μέσα από την ίδια την εμπειρία υλικών μαχών και νικών.
ε) Για τη στάση της Επαναστατικής Αριστεράς
Η επαναστατική Αριστερά σε όλες τις μορφές της δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στα αυξημένα καθήκοντα που επέβαλε η συγκεκριμένα συγκυρία. Αυτό συνέβη γιατί κοινωνικά παρέμεινε, και παραμένει, περιορισμένη σε μία γείωση σε στρώματα κυρίως μικροαστικά με έμφαση ειδικά στη φοιτητική νεολαία. Πολιτικά, παρέμεινε στη λογική της αντίστασης έχοντας δομική αδυναμία να υπερβεί τον καταγγελτικό λόγο. Και αυτό οδήγησε σε ουσιαστική προγραμματική αδυναμία τόσο όσον αφορά στην τεκμηριωμένη επεξεργασία και εμβάθυνση των ζητημάτων που θέτουν οι άμεσοι στόχοι πάλης όσο και για τα μεγάλα ερωτήματα της επαναστατικής ρήξης και της σοσιαλιστικής μετάβασης υπό το πρίσμα μίας σύγχρονης κομμουνιστικής στρατηγικής. Ταυτόχρονα, στην πλειοψηφία της υιοθέτησε και μία σεχταριστική λογική που υποτιμούσε ή έβλεπε με εξαιρετικά φοβικό τρόπο το ζήτημα των συμμαχιών και των μετωπικών συμπράξεων. Ιδεολογικά, παρέμεινε σε σημαντικό βαθμό αποστεωμένη, με μικρή σχέση με τις σύγχρονες μαρξιστικές αναζητήσεις, με δογματική και στατική αναπαραγωγή θεωριών και πρακτικών που δεν ανταποκρίνονται στη σύγχρονη πραγματικότητα. Και οργανωτικά, παρέμεινε συχνά δέσμια μίας αρτηριοσκληρωτικής αντίληψης αφ’ υψηλού «πρωτοπορίας», αδυνατώντας να διερευνήσει, ακόμα και με πειραματισμό, μία νέα σύνδεση του κοινωνικού με το πολιτικό επίπεδο, με νέες οργανωτικές μορφές τόσο στο κίνημα, όσο και στο επίπεδο της πολιτικής οργάνωσης όπου το πρότυπο ενός «καλύτερου κόμματος» μίας άλλης εποχής στην πραγματικότητα βαραίνει στα μυαλά των περισσότερων.
Ειδικά για την περίπτωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρότι ξεκίνησε ως η πιο μαζική και ελπιδοφόρα έκφραση της επαναστατικής Αριστεράς αποτελώντας ένα όχημα πολιτικής ενότητας και απόπειρας ανασύνθεσης των νεότερων ρευμάτων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τις αδυναμίες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που περιγράφηκαν παραπάνω. Η επιτυχημένη εμφάνιση των δυνάμεων της στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010 δημιούργησε προσδοκίες, αν και πλέον τα διακυβεύματα της συγκυρίας ήταν εμφανές ότι μεγάλωναν. Οι κύριες δυνάμεις της είχαν σημαντική παρέμβαση στο κίνημα των πλατειών, ωστόσο υπήρχε και ένα υπαρκτό τμήμα της που κινούνταν φοβικά απέναντι στο κίνημα αυτό. Στα θετικά της περιλαμβάνεται το γεγονός πως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιδίωξε να διαμορφώσει ένα πολιτικό πρόγραμμα ρήξης μέσα στην κρίση. Όμως, κυριάρχησαν τα συντηρητικά στοιχεία που ενυπήρχαν ήδη από τη συγκρότησή της: υποτίμηση της άμεσης πολιτικής τακτικής και γενικολογία στη στρατηγική, ιδεολογική αντίληψη της πολιτικής εν γένει, αναπαραγωγή μιας υπερεπαναστατικής βερμπαλιστικής σύλληψης της επαναστατικής διαδικασίας που οδηγούσε στην υποτίμηση του διακυβεύματος της εξουσίας και τις δυνατότητες μέσα στην κρίση. Η πιο μεγάλη της αδυναμία ήταν πως «επιβάρυνε» το επίπεδο μίας μετωπικής σύμπραξης με καθήκοντα κόμματος, οδηγώντας σε σύγχυση και ταύτιση των επιπέδων αυτών. Την κύρια πολιτική ευθύνη για την εξέλιξη της φέρει η ηγεμονία του ΝΑΡ εντός της που μετέφερε όλες τις δικές του δομικές εμμονές σε αυτή (ταύτιση τακτικής-στρατηγικής και βερμπαλισμός, γενικολογία στο πολιτικό πρόγραμμα, άρνηση συμμαχιών με ρεφορμιστικά ρεύματα, άρνηση συμμετοχής σε συμπράξεις στις οποίες δεν έχει εξασφαλισμένη την ηγεμονία κλπ.). Ευθύνες, όμως φέρουν όλες οι δυνάμεις της στο βαθμό που στο βωμό της ενότητας αυτού του χώρου αποδέχτηκαν όρους που διευκόλυναν την ύπαρξη αυτής της μορφής ηγεμονίας εξαρχής και υποτίμησαν τις αρνητικές συνέπειες επιλογών που είχαν γίνει ήδη από την περίοδο 2011-2012 (πχ απορριπτική στάση προς την πρόταση σύμπραξης του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής και αργότερα του Σχεδίου Β).
στ) Μια πιο «ειδική» αυτοκριτική
Στην εξεταζόμενη περίοδο δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί η οργάνωσή μας, η Μετάβαση-Οργάνωση για την Κομμουνιστική Προοπτική. Ωστόσο τόσο στο εσωτερικό της ΑΡΑΝ όσο και στο εσωτερικό του ΝΑΡ είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται μια σειρά από κοινές αντιλήψεις, οι οποίες θα συμβάλουν ωστόσο στη συνέχεια να πραγματοποιηθεί η δημιουργία μιας κοινής οργάνωσης. Σε αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί γίνει ένας «ενιαίος» απολογισμός αλλά μπορούν να καταγραφούν σημεία που συνέβαλαν θετικά στην ανάπτυξη πρωτοβουλιών της Επαναστατικής Αριστεράς αλλά και σημεία όπου υπήρξαν αμφιταλαντεύσεις και ατολμίες.
Συγκεκριμένα:
ι) Είχε αναπτυχθεί ήδη από το 2007 μια αντίληψη συσπείρωσης του σύνολο των δυνάμεων της Επαναστατικής Αριστεράς η οποία ενέπνεε την ΑΡΑΝ καθώς και την τότε μειοψηφία του ΝΑΡ. Αυτή η αντίληψη θα ηγεμονεύσει από ένα σημείο και μετά σε αρκετές από τις οργανώσεις της Εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς με αποτέλεσμα τη συγκρότηση, έστω και καθυστερημένα, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θεωρούμε πως χωρίς την ύπαρξη της ενιαίας δράσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ η εξωκοινοβουλευτική αριστερά θα είχε ένα αρκετά περιθωριακό ρόλο στην περίοδο 2010-2015. Η ενωτική αυτή αντίληψη θα μεταλλαχθεί στη διάρκεια της κρίσης, θα περιλάβει την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου, εντός του οποίου θα μπορούσαν να συμμετέχουν και τμήματα του αριστερού ρεφορμισμού με ανοικτό το ερώτημα της ηγεμονίας. Η εξέλιξη αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων μορφών κινηματικής συσπείρωσης όπως ο συντονισμός πρωτοβάθμιων σωματείων αλλά και το Αριστερό Βήμα καθώς και την προβολή του μεταβατικού προγράμματος τακτικής (τα λεγόμενα πέντε σημεία).
ιι) Ωστόσο στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπήρχε μια διαρκής διαπάλη για μια σειρά ζητημάτων με κυριότερο το μεταβατικό πρόγραμμα. Η μία πλευρά (πλειοψηφία ΝΑΡ, ΣΕΚ, ΟΚΔΕ κ.α ) το έβλεπε ως πεδίο συσπείρωσης μόνον των επαναστατικών δυνάμεων σα να είχαμε περάσει σε επαναστατική κρίση. Αυτό οδηγούσε διαρκώς σε αριστερίστικες και σεκταριστικές πρακτικές. Έτσι αρνιόταν να συμμαχήσει με την αγωνιζόμενη βάση και την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο αφενός την καθήλωση του μαζικού κινήματος και αφετέρου «νομιμοποιώντας» τη δεξιά και κυρίαρχη, ηγετική πτέρυγα στο να περνά το «αφήγημα» πως δεν υπήρχαν σύμμαχοι στα αριστερά της.
ιιι) Απέναντι στις τάσεις αριστερισμού και σεχταρισμού, οι δυνάμεις που θα δημιουργήσουν την Μετάβαση έδωσαν σημαντικές μάχες. Όμως, οι απαντήσεις και οι πολιτικές επιλογές, τόσο το 2012, όσο και το 2015 ήταν είτε άτολμες και τελικά ηγεμονευόμενες για όσους επέλεξαν να μείνουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ αντίστοιχα για εκείνους που επέλεξαν να πάνε στη ΛΑΕ ισχύει το πως δεν είχαν την αποφασιστικότητα να αγωνιστούν ώστε η τελευταία να μην αποτελεί την εκδοχή ενός πιο συνεπούς ΣΥΡΙΖΑ και μη ανοίγοντας όλα τα επίδικα της περιόδου σε διαδικασία συνελεύσεων βάσης. Συμπερασματικά και εμείς που είχαμε τότε μια διαφορετική άποψη δεν έγινε εφικτό να ξεφύγουμε ουσιαστικά και πολιτικά από το δίπολο του οπορτουνισμου – σεχταρισμού που κυριαρχούσε στο εργατικό λαϊκό κίνημα και την Αριστερά στο σύνολο της, εμφανιζόμενη με διάφορες μορφές σε κάθε μία από τις πτέρυγες της.
ζ) Τι συμπεράσματα προκύπτουν για την επαναστατική και κομμουνιστική αριστερά:
1) Για τη συμμετοχή σε αριστερά μέτωπα και τα αναγκαία αιτήματα που θα πρέπει να διατυπώνονται:
Το πρώτο δίδαγμα είναι πως η συμμετοχή της ανατρεπτικής, αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς σε μέτωπα με αριστερά και λαϊκά μεταρρυθμιστικά ρεύματα, απαιτεί την ανοιχτή δυνατότητα ηγεμονίας πάνω τους. μέσα στο πρόγραμμα ριζοσπαστικών ρήξεων και λαϊκών κατακτήσεων, Το δεύτερο δίδαγμα είναι ότι μέσα στο πρόγραμμα ριζοσπαστικών ρήξεων και λαϊκών κατακτήσεων ξεχωρίζει αυτό της εξόδου από το ευρώ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, της σύγκρουσης δηλαδή με τους οικονομικούς και στρατιωτικούς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς. Υπενθυμίζουμε ότι το 2009 δεν συζητιόταν αυτό το ζήτημα στη δημόσια σφαίρα. Το 2012, τρία μόλις χρόνια μετά, ήταν ζήτημα μαζικής πάλης και λυδία λίθος για την έξοδο από τα μνημόνια.
2) Για τη στάση απέναντι σε μία αριστερή κυβέρνηση
Το κεντρικό ερώτημα είναι αν έπρεπε ή όχι να τεθεί το ζήτημα της διακυβέρνησης. Με βάση τη μακρά εμπειρία του εργατικού, αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος, το ζήτημα αυτό απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Απαιτεί εκ νέου μια μεγάλη συζήτηση μετά και την τελευταία εμπειρία. Στην εποχή μας, εκτός ίσως από την κυβέρνηση Τσάβες, όλες οι άλλες εμπειρίες συμμετοχής της Αριστεράς, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε κυβερνήσεις μέσω του κοινοβουλευτικού δρόμου, οδήγησαν σε τραγικά αποτελέσματα, με επιπτώσεις που ακόμα και σήμερα ταλανίζουν το διεθνές κομμουνιστικό και ριζοσπαστικό κίνημα.
Το ζήτημα της κυβέρνησηςέχει σχετική αυτοτέλεια, αλλά δεν μπορεί να διαχωριστεί από το ζήτηματης πολιτικής εξουσίας στο σύνολό της, και από τον ταξικό χαρακτήρα τουαστικού κράτους. Η κυβέρνηση που επιδιώκουμε να δημιουργηθεί και στην οποία θα μπορούσε να συμμετέχει και ένα αριστερό ανατρεπτικό μέτωπο πολιτικών δυνάμεων ή/ και ένα επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να βασίζεται στη συγκρότηση ευρύτερων ανεξάρτητων εργατικών και λαϊκών οργάνων, στο πλαίσιο μίας δυαδικής εξουσίας.
Το παραπάνω σημαίνει πως το κομμουνιστικό κίνημα θα πρέπει να τηρεί απόλυτα εχθρική στάση απέναντι οποιαδήποτε άλληκυβέρνηση; Η θέση μας είναι πως σε συνθήκες, όπου «ούτε οι πάνω, ούτε οι κάτω» μπορούν να κυβερνήσουν, τότε δημιουργούνται συνήθως μικροαστικές κυβερνήσεις με σχετικά προοδευτικό προσανατολισμό, των οποίων ο χαρακτήρας και η πορεία κρίνεται από την ταξική πάλη. Απέναντι σε τέτοιες κυβερνήσεις μπορεί να υπάρξει κάποια προσωρινή ανοχή, με συγκεκριμένους και δημόσιους όρους, αλλά ποτέ συμμετοχή σε υπουργεία και κρατικές θέσεις. Η ανοχή σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μεταφράζεται σε εμπιστοσύνη. Απαιτείται πάντοτε δυσπιστία και κυρίως, ανεξαρτησία του εργατικού και λαϊκού κινήματος και των κομμάτων του. Απαιτείται, παράλληλα, ενωτική δράση, συναγωνιστικοί δεσμοί και ενιαίο αγωνιστικό κίνημα με τη λαϊκή βάση της κυβέρνησης αυτής. Έτσι ώστε να ασκηθεί η μέγιστη δυνατή πίεση από έξω και από τα κάτω. Για να υλοποιηθούν θετικές υποσχέσεις, να επιβληθούν κατακτήσεις, να ακυρωθούν συμβιβασμοί με το κεφάλαιο (ντόπιο και ξένο) και τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς. Για να ανοίξει ο δρόμος για ανώτερες επαναστατικές καταστάσεις.
Στην περίπτωση της διακυβέρνησης Σύριζα τέτοια οπτική και δράση δεν υπήρξε ούτε από το κίνημα αλλά ούτε από μέσα ούτε και έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε το μαζικό κίνημα βρέθηκε σε μια διαδικασία απονέκρωσης πριν να έλθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και η οποία ολοκληρώθηκε τότε. Αλλά γι’ αυτή την εξέλιξη οι ευθύνες δεν είναι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ. Με αυτή την έννοια, όσο συντροφική κριτική κι αν ασκούμε στα αντικαπιταλιστικά και επαναστατικά ρεύματα που συμμετείχαν ή στήριξαν με κριτικό τρόπο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τις δικές της ολιγωρίες, άλλο τόσο ασκούμε κριτική στο ΚΚΕ. Το οποίο, παρά την ανεξαρτησία που κράτησε, τελικά, με την πολιτική εχθρότητα προς «τον διπλανό αριστερό», ακόμη και προς τις ριζοσπαστικές τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και προς τη βάση του, ειδικά με την αποχή του από το ιστορικό «Όχι» του δημοψηφίσματος, λειτούργησε ενισχυτικά για τη θέση του κεφαλαίου, της τρόικα και του Τσίπρα, ότι «η έξοδος από το ευρώ τώρα, είναι καταστροφή».
3) Οι κατακτήσεις που υπήρξαν
Παρά την ήττα και τις συνέπειές της, που μέχρι σήμερα είναι παρούσες, θα ήταν λάθος, και άδικο για τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν τότε, το να μην αναφερθούμε σε τέσσερεις κατακτήσεις του κινήματος και της μαχόμενης Αριστεράς της περιόδου αυτής, οι οποίες είχαν ρηξικέλευθα χαρακτηριστικά αλλά έμειναν ανολοκλήρωτες. Σε αυτή την περίοδο υπήρξαν πρωτόλεια δείγματα ενός αναγκαίου άλλου δρόμου που υπονομεύτηκαν από τις πλειοψηφίες του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με τις δυνάμεις εντός τους που αναζητούσαν την προοπτική της ρήξης να μην μπορούν να αντιστρέψουν αυτή την πορεία. Χρειαζόταν μεγαλύτερη πολιτική διορατικότητα και τόλμη από όσες δυνάμεις εντός αυτών των δύο σχηματισμών αναζητούσαν ειλικρινά μια άλλη προοπτική. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αναδειχθούν οι κατακτήσεις όχι για να τις αντιγράψουμε στη σημερινή εποχή, δεδομένων των ορίων που είχαν, αλλά για να χρησιμοποιήσουμε ό,τι θετικό μπόρεσαν να δώσουν:
i) Ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων Ιδιωτικού και Δημόσιου Τομέα εξέφρασε με μαζικό τρόπο, ενωτικά και όχι σεχταριστικά, ένα ανεξάρτητο από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία ρεύμα ταξικών και αγωνιστικών συνδικάτων. Εκτιμούμε ότι σε αυτή την κατεύθυνση, χρειάζεται να αναζητηθεί το πώς θα δημιουργηθούν οι όροι για κάτι αντίστοιχο στις σημερινές συνθήκες. Χωρίς αντιγραφές ή εξωραϊσμούς και με γνώση των ορίων του εγχειρήματος, εντός του οποίου ήταν πολύ αδύναμη η παρέμβαση της βάσης των σωματείων.
ii) Το κίνημα των πλατειών, δηλαδή οι λαϊκές συνελεύσεις, οι οποίες αποτέλεσαν, σε διεθνές μάλιστα επίπεδο, μια πρωτότυπη μορφή λαϊκών οργάνων. Εκτιμούμε ότι χρειαζόταν (και θα χρειαστεί) μια κατεύθυνση προώθησης παρόμοιων θεσμών του κινήματος και συνένωσής τους σε πανεθνική κλίμακα. Γνωρίζοντας ότι θα επανέλθουν όχι ως πιστή αντιγραφή του παρελθόντος, αλλά με νέες, καινοτόμες μορφές διατηρώντας όμως ως βασικά τους στοιχεία τη λαϊκή αυτενέργεια και την άμεση δημοκρατία.
iii) Ο μεγάλος πλούτος της λαϊκής πρωτοβουλίας αυτής της περιόδου (δομές λαϊκής αλληλεγγύης, κοινωνικές κουζίνες, στέκια και λέσχες νεολαίας, κοινωνικά ιατρεία, δίκτυα χωρίς μεσάζοντες, αντιφασιστικές πρωτοβουλίες, συλλογικότητες αντίστασης σε διακοπές ηλεκτροδότησης και πλειστηριασμούς κλπ.). Όλα αυτά αποτέλεσαν μία εικόνα στοιχείων μίας άλλης συλλογικής – κοινωνικής οργάνωσης.
iv) Το Αριστερό Βήμα Διαλόγου και Δράσης, ως πρωτόλεια μορφή ενός μελλοντικού ριζοσπαστικού αριστερού μετώπου που δεν έγινε ποτέ. Ενός μετώπου μεταξύ επαναστατικών και λαϊκών-μεταρρυθμιστικών πολιτικών δυνάμεων πάνω σε συγκεκριμένο πρόγραμμα ανατροπής της επίθεσης με ανοιχτή τη διαπάλη για ηγεμονία. Εκτιμούμε εκκινώντας από αυτή την κατεύθυνση ότι οφείλουμε να κινηθούμε με αντίστοιχο, αλλά όχι πανομοιότυπο, τρόπο στις νέες συνθήκες. Η μη ολοκλήρωσή των στόχων του οφείλεται στις αντιφάσεις όλων των μαχόμενων αριστερών δυνάμεων σχετικά με το σκοπό, τα μέσα και τις δυνατότητες του εργατικού και λαϊκού κινήματος της περιόδου (αριστερή κυβέρνηση, εργατική εξουσία, αντικαπιταλιστική επανάσταση ή εργατική δημοκρατική ανατροπή της επίθεσης με λαϊκό μέτωπο). Για αυτό χρειάζεται μια μεγαλύτερη και βαθύτερη συζήτηση για τη στρατηγική κατεύθυνση, την πολιτική τακτική και το κοινωνικο-πολιτικό υποκείμενο.
η) Για την παρέμβασή μας στις σημερινές συνθήκες
Με βάση όλα τα παραπάνω στις σημερινές συνθήκες απαιτείται μια συσπείρωση των δυνάμεων της ενωτικής και ανατρεπτικής Αριστεράς για έναν πόλο σε αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, που θα δοκιμαστεί σε κινηματικές, πολιτικές και εκλογικές μάχες. Με τρεις βασικές, θετικές προϋποθέσεις: Πρώτο, κατεύθυνση ρήξης και εξόδου από ΕΕ, ΝΑΤΟ. Δεύτερο: ενωτική πολιτική συνεργασιών για την κοινή δράση με ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΜΕΡΑ, ΚΚΕ και όποιας άλλης δύναμης της ριζοσπαστικής-κομμουνιστικής αριστεράς το επιλέξει, για ένα ενιαίο αγωνιστικό κίνημα κατακτήσεων. Τρίτο, ισοτιμία και δημοκρατία με διαδικασίες βάσης των μελών. Θεωρούμε κρίσιμη τη συμφωνία σε αυτές προϋποθέσεις για τη συγκρότηση του πολου ως σύνολο και όχι ανά δυο ή καθεμιά χωριστά. Σε αυτό το πλαίσιο είμαστε αποφασισμένοι και θα προχωρήσουμε με όσους και όσες θα το αποφασίσουν.
1 Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Γ. Αλογοσκούφη, τότε Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, στα τέλη του 2008 πως ««η αναπτυξιακή δυναμική που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια, ως αποτέλεσμα μιας σειράς σημαντικών μεταρρυθμίσεων, ενίσχυε τις άμυνες της ελληνικής οικονομίας απέναντι στο κύμα της ύφεσης που σαρώνει τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες»
2 Στην παρουσία του προγράμματος του Σύριζα για τι εκλογές του Ιουνίου ο Αλέξης Τσίπρας δήλωνε: «η νέα κυβέρνηση…θα ζητήσει την επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη βιώσιμη αντιμετώπιση της κρίσης δημόσιου χρέους της χώρας θα αναζητήσει ευρωπαϊκή λύση. Χωρίς κοινή ευρωπαϊκή λύση στο πρόβλημα του συσσωρευμένου χρέους και της χρηματοδότησης της ανάπτυξης, Ελλάδα δεν μπορεί να επιτύχει ταυτόχρονα τη δημοσιονομική προσαρμογή και την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, την πληρωμή των τόκων για το συσσωρευμένο χρέος, και τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων και δημοσίων πολιτικών. Πρόκειται για μια άλυτη εξίσωση. Γι’ αυτό και θα διεκδικήσουμε νέα αναδιαπραγμάτευση του χρέους, με στόχο τη δραστική μείωσή του, ή ένα μορατόριουμ για το χρέος και αναστολή πληρωμών των τόκων, έως ότου διαμορφωθούν συνθήκες σταθεροποίησης και ανάκαμψης της οικονομίας.»Σε αντίθεση με αυτή τη θέση στις 6 Μαΐου αναφέροταν, έστω και ως μια εκδοχή το ενδεχόμενο της διακοπής πληρωμής του χρέους και της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του.
3 Είναι χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη πως η εμμονή στο ευρώ και στην Ε.Ε δικαιολογούνταν με το επιχείρημα του διεθνισμού και της μη αποκοπής από τις λαϊκές τάξεις των άλλων ευρωπαϊκών χωρών όπου ουσιαστικά υπονοούνταν πως μόνο μία περίπου ταυτόχρονη πανευρωπαικά εξέγερση θα μπορούσε να έχει θετική εξέλιξη, πράγμα που δε συνέβη σε καμία στιγμή του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος