Το κείμενο επιχειρεί να αναμετρηθεί με το ερώτημα της συνδικαλιστικής οργάνωσης, σε μια εποχή που υπάρχουν υποχωρήσεις στο εργατικό κίνημα, σε μια εποχή που εξαπολύεται έντονη επίθεση στα κεκτημένα του, όπως το δικαίωμα στον συνδικαλισμό, την απεργία, η 8ωρη και η 5ήμερη εργασία. Με την παραδοχή λοιπόν, ότι ζούμε σε εποχή στην οποία η συνδικαλιστική οργάνωση και οι μορφές αγώνα έχουν υποχωρήσει και δεν έχουν μαζική έκφραση, επιχειρούμε να απαντήσουμε το ερώτημα «πως να κάνουμε ξανά, τον συνδικαλισμό επικίνδυνο»
Το κείμενο των θέσεων αναφέρει μονάχα τα συνδικάτα, που κατά βάση είναι τα κλαδικά σωματεία που συσπειρώνουν εργαζόμενους μεγάλων κλάδων υπό την έννοια των «συναφών επαγγελμάτων».Είναι όμως αυτή μια μορφή παντός καιρού για να εκπροσωπήσουμε τα συμφέροντα των εργαζομένων; Είναι η μοναδική;
Οι θέσεις μας ορθά αναγνωρίζουν τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο παραγωγικό υπόδειγμα και την τακτική για ολοένα και περισσότερο κατακερματισμένα αντικείμενα και θέσεις εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι οι εργαζόμενοι να έχουν ολοένα και λιγότερη γνώση της παραγωγικής διαδικασίας άρα και της δύναμης που έχουν στα χέρια τους, γεγονός που τους κάνει να μην αισθάνονται ότι έχουν κοινές διεκδικήσεις με τους συναδέλφους τους. Τα παραπάνω αφενός καταλήγουν σε απώλεια της ενιαίας εργατικής ταυτότητας, αφετέρου δυσκολεύει την ένταξή τους σε σωματειακές δομές. Αυτή η δυσκολία σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν αρχικά το γεγονός ότι με τους συναδέλφους τους έχουν ενιαία συμφέροντα ενάντια στη διοίκηση της επιχείρησης.
Σε αυτή την περίοδο που το εργατικό κίνημα δέχεται συνεχείς επιθέσεις σε εργατικά κεκτημένα και εργασιακά δικαιώματα, η στάση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ δεν είναι μονάχα αναντίστοιχη αλλά καταντάει αντιδραστική διότι κινείται στα πλαίσια της αστικής πολιτικής και ταυτίζεται με τις επιδιώξεις του ΣΕΒ και των εργοδοτών. Αναντίστοιχη είναι επίσης – από την άλλη πλευρά – η λογική του κομματικού συνδικαλισμού που σε μια συγκυρία ολομέτωπης επίθεσης διαχωρίζει τους εργαζόμενους και τις υποτελείς τάξεις με βάση τις πολιτικές τους απόψεις . Τέτοιες γραμμές καταλήγουν να δρουν διασπαστικά στο κίνημα και στις διεκδικήσεις του και άρα μη αιχμηρές προς τις επιδιώξεις τους.
Σε αυτή τη συγκυρία και υπό την παραπάνω οριοθέτηση, έχει νόημα να επενδύσουμε στη συσπείρωση όλων των δυνάμεων αγωνιστικής κατεύθυνσης σε Εργατικά Κέντρα για την οργάνωση του αγώνα σε τοπικό επίπεδο και ταξικά προσανατολισμένες Ομοσπονδίες για την εκπροσώπηση των συμφερόντων των εργαζομένων ανά κλάδο. Ιδιαίτερα οι Ομοσπονδίες έχουν τη δυνατότητα να ασκούν περισσότερη πίεση με κεντρικό πολιτικό λόγο και να διαπραγματεύονται πιο αποτελεσματικά για τα συμφέροντα των εργαζομένων που θέλουν να εκπροσωπήσουν.
Τα επιχειρησιακά σωματεία έχουν ιδιαίτερο νόημα σε μαζικούς χώρους δουλειάς που εργάζεται μεγάλος όγκος με ίδιας μορφής εργασία. Τα επιχειρησιακά σωματεία έχουν σε μεγάλο βαθμό υποχωρήσει – και αυτός ίσως να είναι ένας από τους βασικούς λόγους της ευρύτερης υποχώρησης του Εργατικού Κινήματος – λόγω της αποβιομηχάνισης της χώρας, καθώς οι μεγάλες βιομηχανίες ήταν ο κύριος χώρος οργάνωσης τέτοιων μορφών συνδικαλισμού. Σε τέτοια σωματεία, οι εργαζόμενοι μπορούν να συνειδητοποιήσουν ευκολότερα τα επίδικα και να αντιληφθούν τα ενιαία συμφέροντα με τους συναδέλφους τους απέναντι στην εργοδοσία. Το βήμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης για ένα δυναμικό που έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με το συνδικαλισμό είναι ευκολότερο να γίνει με συναδέλφους στον κοινό εργασιακό χώρο παρά σε μεγάλα συνδικάτα που συζητούν σπανιότερα, σε κόμβους και μεπιο αναβαθμισμένα επίδικα. Παρά τα παραπάνω όμως, κατανοούμε και τους κινδύνους που μπορεί να ενέχει η ανάπτυξη ενός τέτοιου σωματείου. Τα δύο βασικά ζητήματα εδώ είναι η διολίσθηση σε αποκλειστικά συντεχνιακές τοποθετήσεις και το ότι είναι ευάλωτα στην εργοδοσία. Σε ότι αφορά το πρώτο, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα επιχειρησιακά σωματεία ως ένα πρώτο βήμα ένταξης στον αγώνα που ακολουθείται από την ένταξη στο συνδικάτο ή το κλαδικό σωματείο. Σε ότι αφορά το δεύτερο, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος πίεσης από την εργοδοσία ή ακόμη και η ανάπτυξη δυνάμεων φίλα προσκείμενων σε αυτή και η μετατροπή του σωματείου τελικά σε κίτρινο. Για να υπερβούμε τα παραπάνω, τα επιχειρησιακά σωματεία δεν θα πρέπει να είναι μια μορφή αντιπαραθετική προς τα κλαδικά αλλά να λειτουργούν συμπληρωματικά και με συναδελφική επικοινωνία. Μια τέτοια σχέση επιχειρησιακών με τα κλαδικά θα προσφέρει την αναγκαία στήριξη στους εργαζόμενους να οργανωθούν στο πρώτο και να αναμετρηθούν με περεταίρω ερωτήματα. Με όλα τα παραπάνω, πιστεύουμε ότι έχει νόημα να εξετάσουμε την παρέμβασή μας στους χώρους δουλειάς και τη δημιουργία πρωτοβάθμιων σωματείων.
Από τη μεριά μας, κομίζοντας και την εμπειρία μας από τη δημιουργία του Σωματείου Συμβασιούχων Ερευνητών και Διδασκόντων Πανεπιστημίων και Ερευνητικών Κέντρων στην Πάτρα, αντιμετωπίζουμε με πιο άμεσο και πιεστικό τρόπο τα παραπάνω ερωτήματα. Ο κλάδος της έρευνας πρωτίστως αλλά και της διδασκαλίας δευτερευόντως, συνιστούν -σκοπίμως- ένα αχανές τοπίο. Οι εργαζόμενοι στους παραπάνω τομείς δεν μοιραζόμαστε ούτε κοινό αντικείμενο εργασίας, ούτε κοινές εργασιακές σχέσεις. Αυτό ωθεί τους συναδέλφους σε ολοένα και πιο μοναχικούς δρόμους, με απούσα κάθε μορφή συλλογικής οργάνωσης και διεκδίκησης. Φυσικά, υπό το βάρος της προσδοκίας για κοινωνική ανέλιξη, αυτά τα στρώματα ωθούνται σε ολοένα και χειρότερες μορφές εργασίας. Οι πολλαπλές συμβάσεις έργου κυρίως (και όχι εργασίας), οι μη ασφαλιζόμενοι υπότροφοι, οι εργαζόμενοι με καθεστώς Τιμολογίου Παροχής Υπηρεσιών, δυσχεραίνουν την κοινή συνδικαλιστική διεκδίκηση, ενώ οι συνάδελφοι σε πολλές περιπτώσεις υποχωρούν σε αμοιβές, ωράρια και ασφάλιση, έχοντας την ψευδαίσθηση της προσωρινότητας, ελπίζοντας ότι όλο αυτό το διάστημα θα τους βοηθήσει να είναι πιο ανταγωνιστικοί στην έρευνα ή να διεκδικήσουν μια μόνιμη θέση ακαδημαϊκά. Αυτό, όχι μόνο δεν ισχύει, αλλά αποτελεί κομβικό σημείο στο βάθεμα της εκπαιδευτικής και εργασιακής αναδιάρθρωσης, σε συνδυασμό με την κατεύθυνση που επιχειρείται να δοθεί στην έρευνα, προσφέροντας ένα φθηνό και ευέλικτο εργατικό δυναμικό.
Φέρουμε το σωματείο μας ως παράδειγμα, γιατί θεωρούμε ότι μπορεί η εμπειρία μας μέσω αυτού (έστω και αυτή που δημιουργείται τώρα) να συμβάλλει στη δημιουργία μιας νέας, αναβαθμισμένης προσέγγισης και για άλλους χώρους δουλειάς.Έχουν γίνει και άλλες προσπάθειες (πχ το πανελλαδικό σωματείο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) με τις οποίες προσπαθούμε να βρούμε έναν κοινό βηματισμό, και μέσω της ΜΑΧΗς παρόλο που θεωρούμε ότι έχουν σημαντικά προβλήματα. Η δική μας λογική βασίζεται στη δημιουργία τοπικών σωματείων και επιχειρησιακών (στην περίπτωση των ερευνητικών κέντρων), με σκοπό να υπάρξει συλλογική διεκδίκηση σε κάθε χώρο δουλειάς και σε επόμενη φάση να δημιουργηθούν ομοσπονδίες που θα συντονίζουν και θα κεντρικοποιούντη δράση μας. Αυτός ο τρόπος κατά τη γνώμη μας εξασφαλίζει μια πιο στενή επαφή με τους συναδέλφους μας, που θα μας δώσει την ευκαιρία να "αποκαταστήσουμε" τον εργασιακό συνδικαλισμό στον κόσμο της δουλειάς. Πέραν του γεγονότος ότι δεν υπάρχουν πια κλαδικά σωματεία που να λειτουργούν στην Ελλάδα, η πανελλαδικοτηταπαράλληλα με την ύπαρξη παραρτημάτων, σε σωματεία τύπου ΣΕΡΕΤΕ ή ΣΜΤ, μετατοπίζει την "ευθύνη" στις πόλεις - κέντρα λήψης των αποφάσεων, αδυνατίζει την οργάνωση και την αλληλεγγύη των μελών, ενώ πολλές φορές μπορεί να δρα και αντιπαραθετικά στη συσπείρωση των εργαζομένων σε μικρότερους χώρους δουλειάς και στην επαρχία.
Θύμιος Δραγώτης
Ηλέκτρα Καλαϊτζοπούλου
Επιτροπή Βάσης Εργαζομένων Πάτρας