Η πολιτική συγκυρία σήμερα
Μετά τις εθνικές εκλογές του 2023 και όσο πλησιάζουμε στη συμπλήρωση των 5 ετών της κυβέρνησης Μητσοτάκη αναρωτιέμαι, πως είναι δυνατόν να έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας τόσα σκάνδαλα, που πιθανότατα αδυνατούμε πλέον να τα καταγράψουμε στο σύνολο τους και παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση έχει καταφέρει ένα από τα καλύτερα αποτελέσματα των τελευταίων δεκαετιών, με αύξηση του ποσοστού της σε σχέση με αυτές του 2019.
Είναι το πελατειακό κράτος που συντηρεί, είναι η προνομιακή της σχέση με τα ΜΜΕ, σε μια περίοδο αποχαύνωσης και καταστολής οποιασδήποτε εστίας αντίστασης, είναι η μείωση προσδοκιών που ωθεί ορισμένους συμπολίτες μας να θεωρούν πως η κυβέρνηση ασκεί κοινωνική πολιτική με τα επιδόματα που μοιράζει ή μήπως είναι η έλλειψη πειστικής εναλλακτικής πρότασης;
Νομίζω, πως όλα τα παραπάνω και αρκετοί ακόμα παράγοντες συμβάλλουν στο να “ξεχνάμε” σκάνδαλα, εγκλήματα όπως αυτό των Τεμπών, αλλά και να αποδεχόμαστε τη μείωση της αγοραστικής μας δύναμης, λόγω του πληθωρισμού και της εκτίναξης των τιμών σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης.
Αλλά, ας εξετάσουμε τα πολιτικά σχέδια των κομμάτων\πολιτικών χώρων.
Η Νέα Δημοκρατία, κατά την άποψη μου, προσπαθεί να κυριαρχήσει στο χώρο της κεντροδεξιάς, επιδιώκοντας να εντάσσει στα ψηφοδέλτια της πρόσωπα τα οποία της επιτρέπουν να διατηρεί την απεύθυνσή της και σε πιο ακροδεξιά ακροατήρια, για να περιορίσει τις απώλειες της προς το χώρο αυτό, ειδικά μετά το νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Η ακροδεξιά με τη σημαντική άνοδο της επιρροής του Κ. Βελόπουλου και τη διόλου ασήμαντη καταγραφή των υπόλοιπων μορφωμάτων του χώρου, αποδεικνύει πως δυστυχώς και η χώρα μας δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη (λόγω της πλήρους συμπόρευσης της με τις πολιτικές της Ε.Ε. στο μεταναστευτικό) από τη συντηρητικοποίηση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την άνοδο της ακροδεξιάς σε πολλές από αυτές.
Στο χώρο της κεντροαριστεράς φαίνεται για άλλη μια φορά, να λείπει η πολιτική αυτή δύναμη που θα αποτελέσει το αντίπαλο δέος της κυβέρνησης Μητσοτάκη, παρουσιάζοντας ένα πειστικό, εναλλακτικό σχέδιο, οξύνοντας την αντιπαράθεση και σε επίπεδο κοινωνικών δυνάμεων.
Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, η αδυναμία του Στέφανου Κασελάκη να πείσει ακόμα και τα στελέχη του κόμματός του για το μέλλον του, καθώς και η έλλειψη ενός ηγετικού προσώπου από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, που θα μπορούσε να καταστήσει το φορέα ξανά δεύτερη δύναμη, εκφράζει και την αδυναμία του χώρου να παρουσιάσει ένα εναλλακτικό πρόγραμμα, που θα πείθει τις μάζες πως η πολιτική της κυβέρνησης, μπορεί να μείνει στο παρελθόν.
Από την άλλη πλευρά, η Αριστερά του τόπου μας ενώ συνεχίζει να εκφράζει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας μας, δεν δείχνει να αποτελεί -επίσης- φόβητρο, ούτε σε κοινωνικό επίπεδο, πόσο μάλλον σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, μιας και δεν καταφέρνει ούτε να αυξήσει σημαντικά τα εκλογικά της ποσοστά.
Οι δυναμικές κινητοποιήσεις των φοιτητών ενάντια στην καταπάτηση του άρθρου 16, με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, αποτελούν μια ελπιδοφόρα εξαίρεση στην προσπάθεια των δυνάμεων της Αριστεράς να αντιπαρατεθούν και να αντισταθούν στα σχέδια της κυβέρνησης.
Κατά τα άλλα, τόσο οι άμαζες απεργίες των προηγούμενων ημερών (με τεράστιες ευθύνες του γραφειοκρατικού και ξεπουλημένου συνδικαλισμού της ΓΣΕΕ), καθώς και η αδυναμία των δυνάμεων της Αριστεράς να μετατρέψουν την οργή του κόσμου σε ένα μαζικό κύμα αμφισβήτησης της κυβερνητικής πολιτικής, δείχνει τα όρια μας και τις υπερβάσεις που πρέπει να κάνουμε.
Από το σαφώς ενισχυμένο (εκλογικά) ΚΚΕ, που προσπαθεί να εκφράσει τον απογοητευμένο κόσμο τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δείχνοντας όμως από την άλλη πλευρά το πόσο συντηρητικό κόμμα είναι με τη στάση του στο ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών.
Η εκλογική άνοδος του ΚΚΕ, δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Το +2,5% από την ΚΚΕ σταθερά, αποδεικνύουν πως κόμματα με γείωση στα εργατικά σωματεία και στους κοινωνικούς αγώνες, με σαφή πολιτική πρόταση μπορούν να επηρεάζουν ένα σημαντικό αριθμό αριστερών αγωνιστών, τους οποίους ιδανικά θα θέλαμε να εντάξουμε στο σχέδιο μας εμείς. Το ΚΚΕ, δεν σταματά να διατηρεί την ιδιοκτησιακή και σεχταριστική του λογική σε κάθε επίπεδο και η δυναμική του αυτή συνεχίζει να διατηρείται ελλείψει κάποιας άλλης σοβαρής αριστερής εναλλακτικής πρότασης.
Από την άλλη πλευρά, το ΜΕΡΑ 25 δείχνει να ακολουθεί μια φθίνουσα πορεία εκλογικά και οργανωτικά, ενώ δεν έχει καταφέρει να συνδεθεί οργανικά και με τα κοινωνικά κινήματα. Η πτώση των ποσοστών του κάτω του 3%, η αδυναμία του να εκλέξει βουλευτές στις περσινές εθνικές εκλογές (ως ΜΕΡΑ 25 Συμμαχία για τη Ρήξη) και η περαιτέρω συμπίεση των ποσοστών του ακόμα και κάτω από το 2,5% αποδεικνύει πως κόμματα με σαφή τον αρχηγοκεντρικό χαρακτήρα, χωρίς ρίζωμα στα σωματεία, στις συλλογικότητες γειτονιών και στα αυτοδιοικητικά σχήματα είναι πολύ δύσκολο να αναπτύξουν τη δυναμική τους και να δώσουν μια διαφορετική προοπτική για τον αγωνιζόμενο κόσμο της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Παρ’ όλα αυτά και το ΜεΡΑ 25, σε εκλογικό επίπεδο καταφέρνει να επηρεάσει και να συναντηθεί στην κάλπη με κομμάτι συναγωνιστριών/ ων της Αριστεράς.
Στον αντίποδα, δυνάμεις όπως αυτές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, χάνουν σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων (και ποσοστών) στις εθνικές εκλογές, όσο η γραμμή της παραμένει σεχταριστική. Σε αντίθεση, με επιλογές που θεωρούμε βοηθητικές σε σημαντικούς Δήμους της χώρας, όταν αποδέχθηκαν στα κοινά μας ψηφοδέλτια, αγωνιστές της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, που μπορεί να προέρχονταν ακόμα και από το χώρο της ΛΑΕ ή του ΜεΡΑ 25.
Σε όλο αυτό το φάσμα των δυνάμεων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς πρέπει να δούμε όχι μόνο το πως τοποθετούμαστε εμείς, αλλά και το πως μπορούμε να επηρεάσουμε την κατάσταση, για να μπορέσει ο χώρος να αποκτήσει μια δυναμική.
Ο απολογισμός της κίνησής μας και η τόλμη για τα επόμενα βήματα
Τους προηγούμενους μήνες αντιλαμβανόμενοι ως πρωτοβουλία την ανάγκη συγκρότησης του δικού μας πόλου στην Αριστερά, ως καταλυτικό για να ενώσουμε δυνάμεις στο κίνημα και στις κεντρικο-πολιτικές διεργασίες, αποφασίσαμε μαζί με τη ΔΕΑ, την Αναμέτρηση, άλλες μικρότερες οργανώσεις του χώρου και ανένταχτες\ους αγωνίστριες\ες, να κάνουμε ένα κάλεσμα προς όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς (που αναφέρονται σε μετωπικές πρωτοβουλίες), έστω και προεκλογικά, για τη συγκρότηση ενός φορέα που θα επιδιώξει να παρέμβει στις επερχόμενες ευρωεκλογές του Ιουνίου, με συγκεκριμένες οριοθετήσεις, τις οποίες τις θεωρώ αναγκαίες.
Ενώ στη συζήτηση αυτή μπήκαμε με τις καλύτερες των προθέσεων, προσπαθώντας να συντονιστούμε με το σύνολο αυτό των προνομιακών μας συνομιλητών, η απόφαση των συντρόφων της Αναμέτρησης να διερευνήσουν τη δυνατότητα ισότιμης εκλογικής συνεργασίας με το ΜεΡΑ 25, χωρίς να έχει υπάρξει συμφωνία των υπολοίπων δυνάμεων του πόλου δεν βοήθησε στο να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε τα πρώτα μας από κοινού βήματα.
Το ερώτημα, που τίθεται κατά την άποψη μου τώρα, είναι το πως παρεμβαίνουμε εμείς σε αυτή την κατάσταση,που αναγνωρίζουμε.
Θα αποφασίσουμε να πάρουμε το χρόνο μας ως νεοσύστατη οργάνωση και θα περιμένουμε για άλλη μια φορά να ξεκαθαρίσουν οι συντρόφισσες\οι της Αναμέτρησης το πως θέλουν να κινηθούν ή θα δράσουμε άμεσα;
Η δική μου απάντηση θέλω να είναι σαφής και νομίζω πως βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με το κείμενο των σ. Αργ. Μεγαλιού- Χρ. Αλεξίου. Πρέπει να πιστέψουμε στη δυνατότητα που έχουμε να επηρεάζουμε τις εξελίξεις, να μην αφήσουμε το χρόνο να πάει χαμένο και να κινηθούμε αμέσως μετά τις εκλογές στο άνοιγμα της συζήτησης για το μέτωπο που χρειαζόμαστε.
Αυτό σημαίνει πως τους επόμενους μήνες του καλοκαιριού είναι σημαντικό να καλέσουμε(σε camping και εκδηλώσεις) τις δυνάμεις αυτές, οι οποίες συμφωνούν στη συγκρότηση του πόλου (ακόμα και αν έχουν διαφορετικές οπτικές). Να συμμετέχουμε από την πλευρά μας σε όσες εκδηλώσεις\κάμπινγκ διοργανώσουν και να προτείνουμε την πραγματοποίηση ανοιχτής εκδήλωσης το Σεπτέμβριο, για την εκκίνηση αυτή της προσπάθειας, όχι σε κλειστά γραφεία, αλλά δημόσια με τον κόσμο των κινημάτων.
Είναι οι αγωνίστριες\ες εκείνες και εκείνοι, που βγαίνουν μπροστά στη δουλειά τους, στα σωματεία τους, στους αγώνες της νεολαίας, στις συλλογικότητες των γειτονιών, στα αυτοδιοικητικά σχήματα, στο αντιπολεμικό κίνημα, στις αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες, στις φεμινιστικές και τις ΛΟΑΤΚΙ συλλογικότητες, καθώς επίσης και σε αυτές για την υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών, από την αδηφαγία των ιδιωτικών συμφερόντων, σε βάρος του περιβάλλοντος και των λαϊκών συμφερόντων.
Αυτός ο κόσμος θεωρώ πως πρέπει να ορίζει την ταυτότητα και τη φυσιογνωμία της Αριστεράς που θέλουμε να υπηρετήσουμε, την κομμουνιστική Αριστερά του 21ου αιώνα.
Κωστής Κουτσούκος (εργαζόμενος στην πληροφορική, Συνέλευση Βάσης Α’ Αθήνας)